Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Black


Ζωγράφος : Rekunenko Valentin


Διάβηκε ξέφρενα το δάσος. Στιγμή να ανασάνει. Και ο αέρας πηχτός, σαν πηχτός του φαινόταν. 
Βαρύς.
Το έλεγε ακόμη δάσος, έτσι όπως το ονόμαζε παιδί όταν ξάπλωνε στις σκιές των δένδρων κτίζοντας τα όνειρά του στα σύννεφα. Έτσι του έλεγε ο πατέρας του βέβαια, αν και εκείνος απλώς τα κοιτούσε. Ήξερε ότι τίποτα δεν μπορείς να κτίσεις σε ένα σύννεφο. Εκείνος ήθελε να κτίσει στην γη. Αυτό τελικά έκανε όταν μεγάλωσε.

Κατάφερε να κτίσει μια ολόκληρη πόλη. Μικρή στην αρχή. Μετά ήρθαν και άλλοι και νέα κτίρια υψώθηκαν. Όλα γέμισαν ζωή, μυρωδιές και θόρυβο. Τότε. Που τα δάση ήταν γεμάτα δένδρα με φυλλώματα πλούσια, Βλάστηση όλο ήχους.

'Ετρεχε...
Τίποτα δεν μπορούσε να τον κρύψει από τα μάτια τους. Καχεκτικοί κορμοί υψώνονταν. Ξεραμένοι . Πέτρες κάτω και ρίζες που ξέφευγαν από τα βάθη για να τον δυσκολεύουν περισσότερο. Μαύρα τα περισσότερα γύρω του. Η φωτιά δεν χαρίστηκε σε τίποτα.

Ήταν όμορφη η πόλη του, και ήρθαν εκεί να κατοικήσουν όμορφοι άνθρωποι γιατί... τι άλλο θα ταίριαζε σε μια τόσο όμορφη πόλη...

Έπεσε για άλλη μια φορά σκοντάφτοντας... Θα τον έφταναν. Δεν είχε καμία ελπίδα πια.
Τρελό τον είπαν...  Εκείνος ήξερε όμως ότι δεν ήταν. Απλώς ήθελε εκείνη η ομορφιά που δημιούργησε να διατηρηθεί για πάντα !  Μα και οι άνθρωποι, ναι, αναλλοίωτοι και αυτοί σα κοσμήματα στους δρόμους και τα κτίρια. Μετά άρχισαν οι εξαφανίσεις και τα πρώτα εκθέματά του. Μα ήταν πανέμορφοι έτσι όπως τους έστηνε στις γωνίες και τους δρόμους...
Άρρωστο τον είπαν... Μα εκείνος ήξερε ότι δεν ήταν. Απλώς ήθελε εκείνη η ομορφιά που δημιούργησε να διατηρηθεί για πάντα !

Ποτέ δεν αγάπησε τους ανθρώπους. Αυτό μπορούσε να το πει. Αγαπούσε πάντα τα κτίρια, τα υλικά, τις κατασκευές. Οι άνθρωποι ήταν μόνο διακοσμητικά στον χώρο. 
Μα γιατί δεν τον άφησαν να ολοκληρώσει το έργο του; Μεγαλειώδες θα ήταν. Αιώνια αμετάβλητο. Αξιομνημόνευτο στους αιώνες που θα έρχονταν !

Έτρεχε...

Ξύπνησε μούσκεμα... Κοίταξε το ξυπνητήρι έντρομος. Σε ένα τέταρτο έπρεπε να είναι στην δουλειά. Φύλακας στη Δ' πτέρυγα των φυλακών της πόλης.
Όχι !!!
Δεν ήταν αυτό που ονειρεύτηκε για την ζωή του...








Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Red...


Ζωγράφος : Svetlana Sewell



Σήκωσε το χέρι ψηλά , μπροστά από τα μάτια της, με τη παλάμη στραμμένη προς τα έξω. 
Τα δάχτυλα ενωμένα. Τα άνοιξε λίγο, ελάχιστα, ίσα να περάσουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου και εκείνα έγιναν χρυσά, κοκκινόχρυσα.
Ήταν ένα κόκκινο χέρι.
Ζωγραφισμένο κόκκινο.
Κόκκινο σκούρο.

Πορφυρό το λένε αυτό το χρώμα, αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικό.
Σημαντικό είναι, ότι ήθελε το δεξί της χέρι να είναι κόκκινο σκούρο . Ήθελε εκεί στον καρπό, καθώς το χρώμα κατέβαινε να γεννηθούν σχήματα δαντελωτά που αχνά, σιγά σιγά χάνονταν, αφήνοντας το χρώμα του δέρματος να υπερισχύει.
Το χρώμα δεν μαχόταν με το δέρμα. 
Εισχωρούσε το ένα στο άλλο απαλά, αργά ώσπου γίνονταν ένα. Μια χρωματική ερωτοτροπία , αφανής, κρυμμένη, σιωπηλή, εκφρασμένη μέσα από τα δαντελωτά σχήματα.
Έτσι το ήθελε...

Συνήθως φορούσε γάντι.
Της άρεσε τον χειμώνα να φορά ένα που έφτανε ψηλά πάνω από τον αγκώνα, μόνο στο δεξί, εφαρμοστό σαν δέρμα και στο μικρό δάχτυλο ένα δαχτυλίδι. Ποτέ το ίδιο. Πάντα μεγάλο.

Τα περίεργα βλέμματα που στέκονταν άλλοτε διακριτικά , άλλοτε όχι στο χέρι της  δεν την ενοχλούσαν. Δεν την ενοχλούσαν ούτε το καλοκαίρι όταν άφηνε το  κόκκινο χέρι της γυμνό, εκτεθειμένο, ευάλωτο.
Χαμογελούσε σιωπηλά και άλλαζε κουβέντα, όταν την ρωτούσαν...

Εκεί, για πάντα στο πλάι του κορμιού της, μαζί της, κομμάτι της να της θυμίζει εκείνο το τότε που ήταν μια άλλη, με μια άλλη ζωή, με ένα άλλο μέλλον.
Τότε που τα άλλαξε όλα.

Μόνο με μια μαχαιριά...



Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Δύο γάτες


Ζωγράφος : Will Barnet



Όλη η περιουσία της δυο γάτες. Και οι δύο μαύρες. Ποτέ δεν συμπάθησε η μία την άλλη. Φιλιώνανε μόνο όταν τις έπαιρνε και τις δύο μαζί αγκαλιά, καθισμένη στον καναπέ, χαϊδεύοντας πότε την μία πότε την άλλη, χαμένη στις σκέψεις της, μπροστά σε μια οθόνη τηλεόρασης ανοιγμένη, που βίωνε την απόλυτη μοναξιά αφού κανένας δεν ασχολιόταν  μαζί της.
Στη γλάστρα της επέμενε να έχει βασιλικό. Της είχαν πει ότι δεν πρέπει αν έχει αγόρι στο σπίτι. Eκείνη γέλαγε. Ο Αναστάσης έλειπε 2 χρόνια τώρα στα πλοία. Eμφανιζόταν που και που μέσα από τις λιγόλογες κάρτες του , πότε από εδώ και πότε από εκεί…Γυναίκα δεν είχε φέρει ποτέ στο σπίτι.

Έστρωσε με το ένα χέρι λίγο τα μαλλιά της. Ξεγελιόταν που και που έτσι. Σα χάδι έλεγε ότι είναι. Το ένοιωθε μερικές φορές ώρα μετά. Σα χάδι στο χέρι της. Της έλειπε αυτό! Της έλειπαν πολλά...

Αύριο μπαίνει η Άνοιξη, σκέφτηκε… ακούγοντας τα κύματα να παραβγαίνουν σε βουητό τον αέρα  χτυπώντας τα βράχια. Αύριο θα ξυπνήσω διαφορετική...
Πολλές φορές το είχε πει αυτό στον εαυτό της. Μερικές φορές το έλεγε στον καθρέφτη χαμογελώντας επίτηδες, σα να βάζει φόρεμα με γιορτινή κορδέλα.
Άφησε τις γάτες κάτω απαλά και αυτές έτρεξαν στα αγαπημένα τους μέρη, εχθρές  όπως πάντα με όλη τη νύχτα μπροστά τους.
Έκλεισε την τηλεόραση και πήγε να ξαπλώσει αφού έριξε μια ματιά στη στεφανοθήκη στην πάνω δεξιά γωνία του δωματίου της.
Συνήθειο χρόνια και αυτό. Πρέπει να την καθαρίσω αύριο… Μπαίνει η Άνοιξη, ήταν η τελευταία σκέψη πριν κλείσει τα μάτια.

Ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα…
Την έλεγαν Μαρία, Κατερίνα, Χρυσάνθη, Αγγελική, Ελένη, Δέσποινα, Δήμητρα, ….


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...