Ο Βασιλιάς του αόρατου, του πνεύματος , γύρισε πλευρό με ένα βαθύ αναστεναγμό. Ονειρευόταν.
Τα μάτια του κλειστά , είχαν αποκτήσει εδώ και ώρα την δική τους ζωή. Έβλεπε πάλι εκείνη. Πάλι θολή η μορφή της σαν μέσα από καθρέφτη. Να μεθά με το κορμί της. Να ποθεί να το χαϊδέψει, να το κάνει δικό του. Να σκύψει και να αιχμαλωτίσει το άρωμα των μακριών της μαλλιών. Και μόλις την πλησίαζε να την αγγίξει αυτή χανόταν, εξαφανιζόταν και ξυπνούσε πάντα με τον πόνο της έλλειψης στο στομάχι του για ένα όνειρο, πάντα το ίδιο τον τελευταίο καιρό, για μια άγνωστη μορφή, για μια άγνωστη γυναίκα, όσο και εάν στην ουσία αυτός ο πόθος του είχε απαγορευτεί, όσο και αν είχε αφιερωθεί σε πιο άυλες αγάπες και πόθους.
Ξημέρωνε. Παντού ξημέρωνε μια νέα ημέρα γεμάτη αρώματα περίεργα και υποσχέσεις που άλλους τους έκαναν να χαμογελούν και άλλους να σφίγγουν το ρούχο πάνω τους , σαν να ζεσταθούν κι άλλο, σαν να αισθάνθηκαν ένα ρίγος στο κορμί, σαν να προστατευτούν.
Ήταν Χειμώνας ακόμη. Τα μεγάλα κρύα είχαν περάσει και οι αμυγδαλιές άνθιζαν θρασύτατες, βγάζοντας την γλώσσα στον χιονιά, ευτυχισμένες μέσα στο εύθραυστο των λουλουδιών τους.
Είχαν περάσει αρκετά φεγγάρια πια όταν ο Βασιλιάς της αναζήτησης της γνώσης έφθασε με όλο το πλήθος που τον συντρόφευε στο μακρύ ταξίδι του στις όχθες του ορμητικού ποταμού. Στο όριο ανάμεσα στην δική του και στην χώρα που είχε σκοπό να διαβεί.
Όλο αυτόν τον καιρό, δεν είχε συναντήσει πολλές πόλεις. Αλλά ούτε έμεινε σε καμιά περισσότερο από ότι χρειαζόταν για ανεφοδιασμό, για να αφήσει εκεί για περίθαλψη όσους είχαν αρρωστήσει σοβαρά από το ταξίδι, για να δει τι γνώσεις νέες μπορούσε να αποκομίσει.
Τίποτα όμως δεν υπήρξε που να μην το είχε γνωρίσει.
Που να μην το κατείχε.
Όταν μάθαιναν για τον ερχομό του, μια που η φήμη του για την πόλη του είχε προηγηθεί, γέμιζαν οι δρόμοι από κόσμο, σοφοί του τόπου έρχονταν να τον δουν και να υποβάλλουν τις απορίες τους και τις ερωτήσεις τους, και όλοι τον έδειχναν με θαυμασμό αλλά και φόβο γιατί τρόμαζαν οι άνθρωποι για όλη αυτή την δύναμη της γνώσης που είχε συγκεντρώσει αυτός ο βασιλιάς.
Δέος περίβαλλε το βλέμμα τους, και σεβασμός ανάμικτος με φόβο.
Όλοι γνώριζαν ότι τίποτα δεν μπορούσε να του σταθεί εμπόδιο εάν ήθελε να μάθει κάτι που δεν γνώριζε ακόμη. Τίποτα και κανένα μέσο δεν ήταν αρκετό γι’ αυτόν…
Υπήρχαν και εκείνα τα παραμύθια που τρόμαζαν τα παιδιά τις νύχτες…
Έπρεπε να βρουν ένα σημείο βατό για να περάσουν, άλογα, άνθρωποι και άμαξες απέναντι.
Υπήρχε μια γέφυρα εκεί, αλλά ήταν τόσο παλιά, τόσο εύθραυστη φαινόταν, που απέκλειε να σηκώσει όλο αυτό το βάρος.
Οι ανιχνευτές μετά από ημέρες βρήκαν ένα σημείο που φαινόταν κατάλληλο και όλο αυτό τον καιρό ο Βασιλιάς της αναζήτησης της γνώσης άνοιξε χάρτες και βιβλία και προσπάθησε να συγκεντρώσει ότι γνώριζε για την νέα χώρα που σε λίγες ημέρες θα διάβαινε. Γνώριζε αρκετά από τους εμπόρους και τους ταξιδευτές αλλά στο μυαλό του υπήρχε μόνο μία ιστορία.
Την είχε ξέχωρα μέσα του. Τον κέντριζε. Τον ταλαιπωρούσε…
Υπήρχε, του έλεγε ένας ταξιδευτής, ένας περίεργος τύπος που του έλειπε το ένα μάτι και το είχε κάτω από μια μαύρη καλύπτρα, με πολλά χρυσά δακτυλίδια και ρούχα που φαίνονταν να είχαν δει καλύτερες και λαμπρότερες ημέρες… υπήρχε ένας βασιλιάς σε αυτή την χώρα. Οι πόλεις του ήταν πάνω στα βουνά. Το κάστρο του στο πιο ψηλό σημείο. Σπάνια τον έβλεπαν. Και τώρα πια είχαν χρόνια να τον δουν. Μόνο του αντιπροσώπους του έβλεπαν. Άνθρωποι σοφοί, λίγο ιδιόρρυθμοι και αυτοί.
Οι πόλεις ευημερούσαν. Τα χωράφια παρόλο το αντίξοο κλίμα έδιναν πάντα περισσότερο καρπό από ότι περίμεναν. Τα ζώα ήταν εύρωστα και υγιή. Φτωχός εκεί δεν υπήρχε. Μα ούτε και αρρώστιες. Όποιος τύχαινε να αρρωστήσει , θεραπευόταν εύκολα και γρήγορα . Οι κάτοικοι εκεί ζούσαν περισσότερα χρόνια από τους κατοίκους των άλλων πόλεων. Τα παιδιά μεγάλωναν όμορφα με γνώσεις και υγεία. Όποιος ξένος πήγε να κατοικήσει εκεί η καλοτυχία τον οδηγούσε και η ζωή του ομόρφαινε. Έτσι ζούσαν εκεί πολλοί από άλλα μέρη και οι πόλεις αυτές όλο και μεγάλωναν, όλο και ομόρφαιναν και σιγά σιγά ενώνονταν η μία με την άλλη . Ζούσαν και ανάπνεαν χωρίς τείχη γιατί έλεγαν οι κάτοικοι, ότι είχαν τον βασιλιά τους και τείχη δεν χρειάζονταν. Περίεργα πράγματα δηλαδή…
Δεν τον πίστεψε τον μονόφθαλμο αλλά κάπου μέσα του γεννήθηκε η θέληση να γνωρίσει αυτόν τον δυσπρόσιτο βασιλιά με το ξεχωριστό βασίλειο στα βουνά. Του θύμιζε λίγο το δικό του… αν και βρεχόταν από θάλασσα.
Μετά από δύο φεγγάρια ο βασιλιάς της αναζήτησης της γνώσης βρισκόταν στους πρόποδες των βουνών που σκόπευε να ανέβει.
Ήταν μια πόλη εκεί. Μικρή και ταπεινή του φάνηκε. Απλοϊκοί οι άνθρωποι, και έστειλε έτσι δικούς του ανθρώπους ανάμεσά τους για πληροφορίες.
Οι δρόμοι του βουνού ήταν φαρδιοί και βατοί. Σημαντικό αυτό.
Από την κορυφή του βουνού έβλεπαν λέει λάμψεις κάποια βράδια.
Υπήρχε ένας θρύλος παλιός για δύο δράκους που ερωτεύθηκαν και έφτιαξαν την φωλιά τους σε αυτό το βουνό. Κατά καιρούς τους έβλεπαν να πετάνε υπερήφανα και να στροβιλίζονται ανάμεσα στα σύννεφα. Ποτέ δεν τους ενόχλησαν. Κάποτε όμως χάθηκαν και κανένας δεν έμαθε το πως και το γιατί. Έλεγαν κι’ άλλα αυτοί οι απλοϊκοί άνθρωποι , παραμύθια τα περισσότερα πως πριν από χρόνια που είχε πέσει βαρυχειμωνιά εκεί πάνω όλα ήταν ολάνθιστα σαν μια αιώνια άνοιξη.
Άκουγε ο βασιλιάς και τα μάτια του σπίθιζαν.
Η ψυχή του αχόρταγη σαν να είχε βρεί ένα νέο έδεσμα εξωτικό.
Και το ήθελε !
Ο πόθος του τον έκαιγε...
-....κοιμήθηκες μωρό μου ?
-....μμμμμμ.... δεν πρόσεξα τίποτα από όσα είπες...
άκουγα μόνο τον ήχο της φωνής σου...
...πραγματικά υπέροχος....